- τρυφητής
- ὁ, Α [τρυφῶ]1. άτομο που ζει άνετη και πολυτελή ζωή2. έκδοτος στις σαρκικές απολαύσεις, φιλήδονος.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
τρυφητής — voluptuary masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφηταῖς — τρυφητής voluptuary masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφηταί — τρυφητής voluptuary masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφητοῦ — τρυφητής voluptuary masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφητῇ — τρυφητής voluptuary masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφητήν — τρυφητής voluptuary masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφητῶν — τρυφητής voluptuary masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τρυφητίας — ὁ, ΜΑ τρυφητής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρυφητής + κατάλ. ίας (πρβλ. ορμητ ίας, τολμητ ίας)] … Dictionary of Greek
τρυφητάς — τρυφητά̱ς , τρυφητής voluptuary masc acc pl τρυφητά̱ς , τρυφητής voluptuary masc nom sg (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
питатель — ПИТАТЕЛ|Ь (7*), Ѧ с. 1.Тот, кто питает, дает пищу: съгрѣшихъ безаконеновахъ. прегрѣшихъ и прогнѣвахъ тебе моѥго вл҃дкѹ и питателѧ и бл҃годателѧ. СбЯр XIII2, 43; кумира бо чл҃вкъ створилъ. животноѥ же б҃ъ сдѣлалъ. и колми па(ч) бесловесна(г)… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)